φεουδάρχης

φεουδάρχης
ο
ο άρχοντας ή κάτοχος φέουδου (τιμαρίου), τιμαριώτης, τιμαριούχος, χωροδεσπότης: Οι κομήτες ήταν φεουδάρχες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεουδάρχης — ο, Ν κάτοχος φέουδου, τιμαρίου, τιμαριούχος, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέουδο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Α. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχικός — ή, ό, Ν [φεουδάρχης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη 2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός. επίρρ... φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν κατά το φεουδαρχικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχισμός — ο, Ν η φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • χωροδεσποτεία — η, Ν [χωροδεσπότης] 1. η ιδιότητα και το αξίωμα τού χωροδεσπότη 2. μορφή διακυβέρνησης τών μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων δημοκρατιών. χωροδεσπότης, ο, Ν 1. κύριος φέουδου ή τιμαρίου, φεουδάρχης, τιμαριώτης 2. (κατ επέκτ.) ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ατσαγιόλι — (Acciqiuoli). Διάσημη φλωρεντινή οικογένεια εμπόρων και τραπεζιτών. Άκμασε κυρίως τον 14o 15o αι., και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ελλάδας κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας (τελευταίοι ηγεμόνες του δουκάτου των Αθηνών). 1. Νικόλαος.… …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”